Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Το Πολυτεχνείο ως πεδίο μάχης

 Η παταγώδης αποτυχία της φιλελεύθερης διανόησης να αποδομήσει με μια εκλεπτυσμένη άποψη την αξία της αντίστασης των παιδιών του Νοέμβρη ’73

του Χάρη Αθανασιάδη*

Πέρυσι, παραμονές της επετείου του Πολυτεχνείου, ο σκιτσογράφος Δημήτρης Χαντζόπουλος δημοσίευσε στην Καθημερινή ένα σκίτσο που δέκα χρόνια νωρίτερα (πριν εκδηλωθεί η οικονομική κρίση) θα ήταν απίθανο, αν όχι αδύνατο, ακόμη και να διανοηθεί οιοσδήποτε. Στο σκίτσο αναπαρίσταται μία από τις πιο βαθιά εντυπωμένες εικόνες στη συλλογική μνήμη: Το τανκ που προσεγγίζει την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου. Μόνο που τώρα οι πολιορκημένοι (άρα οι προασπιστές της δημοκρατίας) δεν είναι οι φοιτητές, αλλά τα ΜΑΤ, και αντιθέτως οι επίδοξοι εισβολείς (άρα οι εχθροί της δημοκρατίας) δεν είναι στρατιώτες ή αστυνομικοί, αλλά κάποιοι, απροσδιορίστου φύσεως, αντεξουσιαστές.


Η αντιστροφή αυτή –στο επίπεδο έστω μιας εσκεμμένα προκλητικής κόμικ αναπαράστασης– θα ήταν αδιανόητη αν δεν είχαν προηγηθεί μια σειρά από προσπάθειες με ορατό στόχο να υποβαθμιστεί η εξέγερση του Πολυτεχνείου, να πάψει να λειτουργεί ως σύμβολο αντίστασης σε αυταρχικές εξουσίες και ως καταστατικός μύθος της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι προσπάθειες αυτές επανέρχονταν επίμονα στα χρόνια της κρίσης και οικοδομήθηκαν κυρίως πάνω σε δύο αρνήσεις: Η πρώτη άρνηση αφορά τους νεκρούς του Πολυτεχνείου· η δεύτερη τη συνεισφορά του Πολυτεχνείου στην κατάρρευση της Δικτατορίας.


Με την πρώτη δεν θα ασχοληθώ εδώ. Πρόκειται, άλλωστε, για μια άτεχνη προσπάθεια της Άκρας Δεξιάς να κατασκευάσει μια μετα-αλήθεια που ωστόσο δεν πείθει παρά μόνον όσους έχουν ήδη εγκλωβιστεί στις περιχαρακωμένες κοινότητες του ανορθολογικού της σύμπαντος. Η δεύτερη, όμως, αυτή που αμφισβητεί τη συνεισφορά της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στην κατάρρευση της Χούντας, είναι μια άρνηση περισσότερο εκλεπτυσμένη και μάλλον άξια προσοχής. Πρώτα πρώτα διότι δεν εκπορεύεται από άξεστους ή γραφικούς του ακροδεξιού φάσματος, αλλά από διανοούμενους και κοινωνικούς επιστήμονες του φιλελεύθερου χώρου. Επίσης δεν αμφισβητεί τα σκληρά γεγονότα· αμφισβητεί την κυρίαρχη ερμηνεία τους. Τέλος, δεν επικρίνει τις προθέσεις των εξεγερμένων· στιγματίζει τις συνέπειες των πράξεών τους. Από τα πολλά κείμενα αυτής της κατηγορίας ξεδιαλέγω το πιο προκλητικό, ένα αυτοβιογραφικό διανθισμένο με αναδρομικές αποφάνσεις, γραμμένο από τον συγγραφέα Απόστολο Δοξιάδη, συντονιστή σήμερα των εθνικών δράσεων για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα.

«Ένα είναι το βέβαιο», γράφει ο Δοξιάδης. «Η κατάληψη-εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έριξε τη Χούντα. Τουναντίον μάλιστα. Έληξε με τρόπο βάρβαρο και τραγικό, και λίγες ημέρες μετά ήρθε μια άλλη Χούντα, χειρότερη από την πρώτη, μια επιδείνωση της κατάστασης που μάλλον δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχε προηγηθεί η κατάληψη του Πολυτεχνείου. […] Από κει και πέρα, κυκλοφορεί σε κάποιους παλιούς και η άποψη ότι το Πολυτεχνείο, έστω και αν δεν έριξε τη Χούντα, ήταν η αρχή του τέλους της Χούντας. […] Η βίαιη καταστολή του Πολυτεχνείου ήταν η αρχή μόνον ενός πράγματος: της Χούντας του Ιωαννίδη, που ήταν πολύ χειρότερη από του Παπαδόπουλου. Και ήταν το τέλος όχι της δικτατορίας, αλλά της αντίστασης στη δικτατορία, της ελπίδας ότι αυτή θα τελείωνε στο ορατό μέλλον. […] Το Πολυτεχνείο έφερε σε μεγάλο βαθμό τον Ιωαννίδη, ο Ιωαννίδης το πραξικόπημα στην Κύπρο, και αυτό ήταν η αιτία που δημιούργησε τον “Αττίλα”. […] χωρίς το Πολυτεχνείο και την αλυσίδα γεγονότων που ξεκίνησε, κατά πάσα πιθανότητα […] η τραγωδία της Κύπρου δεν θα είχε συμβεί.»

Το πρώτο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς σε αυτά τα αποσπάσματα είναι η απουσία εσωτερικής λογικής συνέπειας. Ο Δοξιάδης ισχυρίζεται αρχικά πως η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν συνεισέφερε διόλου στην πτώση της Δικτατορίας, αλλ’ αντιθέτως προκάλεσε την σκλήρυνσή της. Στη συνέχεια, όμως, κατασκευάζει μια αλυσίδα γεγονότων που συνδέουν αιτιακά το Πολυτεχνείο με την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Αλλά, βέβαια, ακολουθώντας αυτή τη συλλογιστική, ο επόμενος λογικός κρίκος στην αλυσίδα είναι ασφαλώς η κατάρρευση της Χούντας. Συνεπώς, εάν ο Δοξιάδης ήθελε να είναι συνεπής στον ίδιο του το συλλογισμό, θα έπρεπε να δεχθεί πως το Πολυτεχνείο αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα μιας αλυσίδας γεγονότων που τελικά οδήγησαν στην πτώση της Χούντας, έστω και αν αυτή η αλυσίδα περιλάμβανε και την κυπριακή τραγωδία.

Όμως ο Δοξιάδης νοιάζεται να συνδέσει αιτιακά το Πολυτεχνείο μόνο με τις δύο αρνητικές εξελίξεις (τη χούντα του Ιωαννίδη και την τραγωδία της Κύπρου), αλλά όχι και με τη θετική κατάληξη (την κατάρρευση της Χούντας). Αυτή ακριβώς η απουσία λογικής συνέπειας στον συλλογισμό του καταδεικνύει την ιδεολογική αφετηρία του επιχειρήματός του: Σκοπός της ανάλυσης δεν είναι η «ψύχραιμη» αποτίμηση των πραγμάτων –όπως ο ίδιος διατείνεται– αλλά η αποδόμηση της ιστορικής σημασίας που η Μεταπολίτευση απέδωσε στο Πολυτεχνείο.


Ευρύτερα, ο αποδομητικός συλλογισμός των φιλελεύθερων διανοουμένων πάσχει από κάτι βαθύτερο απ’ ό,τι η απουσία λογικής συνέπειας. Κατανοεί την ιστορία ακριβώς ως γραμμική αλυσίδα γεγονότων, στην οποία το κάθε επόμενο προκύπτει ευθύγραμμα, αυτονόητα και αδιαμεσολάβητα από το αμέσως προηγούμενό του. Έτσι τους φαίνεται απολύτως φυσιολογικό η εισβολή του Αττίλα να προκαλέσει αυτομάτως την κατάρρευση της χούντας, ως εάν οι αδίστακτοι βασανιστές της ΕΣΑ, αυτοί που κρατούσαν χιλιάδες πολίτες σε φυλακές και εξορίες, άνθρωποι που στο Πολυτεχνείο πυροβόλησαν εν ψυχρώ εφήβους, να ένιωσαν αίφνης αβάσταχτες τύψεις για το αποτέλεσμα της δράσης τους στην Κύπρο και αυτοθέλητα να έθεσαν εαυτόν στη διάθεση της Δημοκρατίας δίχως όρους, άρα με ισχυρή την πιθανότητα της δικής τους εξορίας ή φυλάκισης.


Μα ασφαλώς και δεν υπήρχε πρόθεση παραίτησης, γι’ αυτό άλλωστε προχώρησαν σε γενική επιστράτευση, ακριβώς όπως θα έπραττε κάθε ηγεσία κράτους σε ανάλογη περίσταση. Μόνο που τώρα η γενική επιστράτευση, δηλαδή η έμπρακτη επίκληση του εξωτερικού κινδύνου, διόλου δεν σφυρηλάτησε την εσωτερική ενότητα, όπως σε άλλες περιπτώσεις συνέβη, για παράδειγμα στην εισβολή των Ιταλών το ’40, όταν ολόκληρη η ελληνική κοινωνία συσπειρώθηκε γύρω από την τότε ηγεσία της παρότι κι εκείνη ήταν δικτατορική. Αντιθέτως, η επιστράτευση κατέστησε πρόδηλη την εξάλειψη κάθε ίχνους νομιμοποίησης του καθεστώτος. Σε ένα πειστικό ως προς αυτό άρθρο τους, δύο πολιτικοί επιστήμονες (ο Γιώργος Τσιρίδης και ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος) περιλαμβάνουν κάμποσες αφηγήσεις που μαρτυρούν την κατάσταση που επικράτησε σε εκείνες τις πρώτες χαοτικές ημέρες. Ξεδιαλέγω δύο χαρακτηριστικές: μία περιγραφή κι ένα στιγμιότυπο.

Η περιγραφή: «Η ίδια η εμφάνιση [των επίστρατων] ήταν ντε φάκτο άρνηση της στρατιωτικής πειθαρχίας. Οι προσπάθειες της ιεραρχίας να αλλάξει αυτή την εμφάνιση συνάντησε αποτελεσματική αντίσταση. Κανένας δεν έκοψε τα μαλλιά ή το μούσι του. Η πατριωτική προπαγάνδα τους άφηνε αδιάφορους. Δεν έβρισκαν κανένα νόημα στον πόλεμο. [...] Ήταν φανερό ότι σε περίπτωση σύρραξης, οι λιποταξίες καθώς και οι εκτελέσεις αξιωματικών θα έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις».

Και το στιγμιότυπο: «[Ένας επίστρατος έβρισε σκαιά τον διοικητή]. Ο διοικητής δεν το περίμενε και άρχισε να φωνάζει τους αξιωματικούς. Αλλά μόνιμοι αξιωματικοί ήταν μόνο δύο, οι άλλοι ήταν όλοι έφεδροι και δεν υπάκουσαν. “Πιάστε τον να τον πάμε σε στρατοδικείο...”. Κανείς δεν τον έπιασε. Πεταχτήκαμε όλοι όρθιοι και τον γιουχάραμε. Τελικά μπήκε σε ένα τζιπ και έφυγε».

Ακριβώς αυτή η εξάλειψη κάθε ίχνους νομιμοποίησης που αναδύεται στα δυο σπαράγματα ήταν η ουσιώδης συνεισφορά του Πολυτεχνείου: η αφαίρεση του ελάχιστου οξυγόνου που θα συντηρούσε γύρω από τη Δικτατορία έναν στοιχειωδώς ζωτικό χώρο. Η εξέγερση λειτούργησε ως καταλύτης για την έξοδο των πολλών από τον φόβο, ο οποίος φόβος σε συνδυασμό με τα οφέλη από την οικονομική ανάπτυξη είχαν παραγάγει την επί εξαετία γενικευμένη ανοχή στο καθεστώς. Κι ενώ τα οφέλη είχαν ήδη ανακοπεί από την πετρελαϊκή κρίση, η έξοδος από τον φόβο συντελέστηκε ακριβώς κατά το κρίσιμο τριήμερο εκείνου του Νοέμβρη. Διότι, παρόλο που δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για πάνδημη υποστήριξη των φοιτητών, οι καμπάνες στις συνοικίες χτυπούσαν, οι ερασιτέχνες αναμετέδιδαν το σταθμό του Πολυτεχνείου πολλαπλασιάζοντας την εμβέλειά του και κάποιες χιλιάδες Αθηναίοι τόλμησαν ένα πέρασμα από την Πατησίων. Η έξοδος άλλωστε συμπαρέσυρε προς στιγμήν ακόμη και τις πολλαπλά λογοκρινόμενες και αυτολογοκρινόμες εφημερίδες της εποχής. Έγραφε για παράδειγμα στο πρωτοσέλιδό του το Βήμα, ακριβώς στις 17 Νοεμβρίου
1973.

«Στις κρίσιμες αυτές ώρες, υποδηλώνεται πόσον ασύμφορη είναι η εμμονή σε αυταρχικά καθεστώτα. Ο ελληνικός λαός στο σύνολό του, καθώς και οι πραγματικοί του φίλοι στην Ευρώπη, επιθυμούν την πολιτική γαλήνη για τον τόπο μας. Όχι όμως με μιαν επιβεβλημένη αποτελμάτωση που προκαλεί περιοδικά επικίνδυνες εκρήξεις δυσφορίας, αλλά δημοκρατικήν ομαλότητα που θα ετερμάτιζε μιαν αποδεδειγμένα μη βιώσιμη κατάσταση.» («Το δίδαγμα», Το Βήμα, 17 Νοεμβρίου 1973.)

Εκείνο, συνεπώς, που παραβλέπουν οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι είναι ο κρίσιμος ρόλος των κοινωνικών κινημάτων. Όχι ο άμεσα λειτουργικός, ο εργαλειακός ρόλος τους – αυτός αρκετά συχνά είναι μικρός. Η λειτουργία των κινημάτων είναι ευρύτερη και μακροπρόθεσμη, διότι μεταβάλλουν τις κυρίαρχες προσλήψεις του κόσμου, αναδιατάσσουν τις παγιωμένες ιεραρχήσεις και αναμορφώνουν τις αξίες που προσανατολίζουν τους πολλούς. Κι όλα αυτά δουλεύουν πάντοτε σε δεύτερο χρόνο, δεν ακολουθούν ευθείες, μα τεθλασμένες διαδρομές, ακριβώς διότι οι κοινωνίες δεν είναι σαν τον σκύλο του Παβλώφ να αντιδρούν αυτόματα και προβλέψιμα στα ερεθίσματα. Ένα κίνημα μπορεί να επηρεάσει με πολλούς έμμεσους τρόπους, ακόμη και μέσω των ελίτ, ορίζοντας τους όρους και τα όρια των κινήσεών τους, στοιχεία που μπορούμε να διακρίνουμε για παράδειγμα στην τότε καραμανλική διαχείριση της μετάβασης στη δημοκρατία.


Βέβαια οι περισσότεροι από τους φιλελεύθερους διανοούμενους, και οξυδερκείς είναι και εξαίρετοι γνώστες της προβληματικής των κινημάτων. Οπότε μπορούμε να υποθέσουμε πως η στάση τους απορρέει μάλλον από τον σύγχρονο στόχο τους, παρά από την έγνοια για μια έγκυρη ανατομία του παρελθόντος. Με άλλα λόγια εάν σε ενδιαφέρει να εξοβελίσεις τα κινήματα από το παρόν και το μέλλον,
έχεις κάθε λόγο να απομειώνεις το ρόλο τους στο παρελθόν.


«Άντε να τελειώνουμε με αυτά τα ιδεολογικά άβατα»! Αν λάβουμε υπόψη μας τη δεκαετή συστηματική προσπάθεια αποδόμησης που προηγήθηκε, η μόλις προχθεσινή πρωθυπουργική κορόνα δεν φαντάζει πλέον παράταιρη. Ούτε το γεγονός πως οι κινήσεις του Χρυσοχοΐδη προοικονομούνται στο σκίτσο του Χαντζόπουλου: τα ΜΑΤ κοιτάζουν επιτέλους την Πατησίων απ’ την έσω πλευρά της πύλης. Το Πολυτεχνείο υπήρξε και παραμένει ένα πεδίο μάχης. Τότε πραγματικό, σήμερα συμβολικό. Ο πρωθυπουργός το γνωρίζει. Ο υπουργός επίσης. Το ίδιο όμως κι εμείς.

*Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής ΠΜΣ Δημόσια Ιστορία (ΕΑΠ)

κουτι πανδωρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου