Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Κάθε τους κουβέντα και «στατιστική», πρόκληση και παραλογισμός!

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δίνει την εντύπωση ότι δεν μπορεί να πάει πιο χαμηλά, σε αυτήν την εναλλαγή λεκτικού παραλογισμού και στατιστικού «ετεροχρονισμού». Αλλά με τόσες επιδόσεις που έχει, ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν υπάρχει και… πιο κάτω «πάτος».

του Διονύση Ελευθεράτου

Αυτό πια δεν είναι απλό σύνδρομο Μαρίας Αντουανέτας!... Είναι από μόνο του ξεχωριστή κατηγορία, ικανή να απασχολήσει τους δημοσιολόγους – ηθογράφους του μέλλοντος (και μάλλον του κοντινού). Ο τρόπος με τον οποίον τα κυβερνητικά στελέχη «εξηγούν» ή «δικαιολογούν» τη γραμμή πλεύσης τους για την αντιμετώπιση της πανδημίας απειλεί να σμπαραλιάσει κάθε ανθρώπινο νου, που θα τα πάρει στα σοβαρά.

Η τελευταία δήλωση του υπουργού Επικρατείας Γ. Γεραπετρίτη για τις ΜΕΘ, καθώς και η αντίστοιχη του Αδ. Γεωργιάδη για την… πανηγυρική έκβαση μιας «ελληνο-βελγικής» διαμάχης στο πεδίο των θανάτων από Covid 19, δείχνουν απλή συνέχεια της μνημειώδους σειράς, που είναι παντελώς άγνωστο αν και πότε θα τερματιστεί. Διότι οι «ήρωες» της, κατά τα φαινόμενα, «δεν ακούν τι λένε»…

Αξίζει να σταχυολογήσουμε ορισμένους «σταθμούς». Βίωμα αναρίθμητων ανθρώπων είναι η φρικτή «σαρδελοποίηση» στα μέσα μαζικής μεταφοράς (ΜΜΜ), αλλά τον Οκτώβριο ο αρμόδιος υπουργός Κ. Καραμανλής μας είπε το αμίμητο: ότι το 95% των δρομολογίων των λεωφορείων στην Αθήνα παρουσίαζαν πληρότητα κάτω του 65%... «Τρελό»; Φυσικά. Αλλά αν βάλεις στο μίξερ το «πατείς με πατώ σε», σήμα κατατεθέν των ΜΜΜ κατά τις «δύσκολες» ώρες αιχμής (που συνολικά είναι πολλές), μαζί με τα δρομολόγια των ωρών μετά τις 10 ή 10.30 μμ, «βγάζεις» ό,τι τραβά η ψυχή σου. Με ανάλογη «στατιστική», άλλωστε, η κυρία Νίκη Κεραμέως «έβγαζε» μόλις 17 παιδιά ανά σχολική τάξη…

Στη συνέχεια πήρε τη σκυτάλη ο πρωθυπουργός. Στις αρχές Νοεμβρίου, τη μετέφερε στη σφαίρα του «εφικτού/ανέφικτου», με την αξέχαστη δήλωση «δεν μπορούμε να γεννήσουμε λεωφορεία από το πουθενά», λες και πουθενά δεν κατασκευάζονται ή δεν πωλούνται… Προφανώς κατάλαβε κι ο ίδιος ότι αυτό το «δεν μπορούμε» μαρτυρά έλλειψη βούλησης – ολέθρια, υπό τις παρούσες συνθήκες, έλλειψη- κι έτσι δοκίμασε μια νέα… προσέγγιση του θέματος. Μετέφερε τη σκυτάλη, από το πεδίο του «εφικτού/ανέφικτου» στο αντίστοιχο του «αναγκαίου/μη αναγκαίου». Κι έκανε τα πράγματα χειρότερα…

Άφωνοι έμειναν όσοι τον άκουσαν να λέει – από το βήμα της Βουλής, παρακαλώ- ότι ο Covid 19 δεν κολλάει και πολύ στα ΜΜΜ! Επικαλέστηκε αορίστως «ουκ ολίγες μελέτες» κι ανέφερε μία, στη… Γαλλία. Για την αρτιότητα της συγκεκριμένης έρευνας δεν γνωρίζουμε κάτι. Πολλά ξέρουμε, όμως, για το – καταχτυπημένο, αν όχι σχεδόν εξολοθρευμένο, από το 2010 και εντεύθεν - σύστημα των εν Ελλάδι (όχι εν Γαλλία) δημόσιων συγκοινωνιών. Αμφιβάλλουμε αν ο πρωθυπουργός άλλης χώρας θα αποτολμούσε να χαρακτηρίσει ήσσονος σημασίας τη διασπορά του ιού, την οποία «εγγυάται» ο συνωστισμός (σε οχήματα, σε κλειστούς χώρους) που απορρέει από τα τόσο αραιωμένα δρομολόγια…

Εκεί, όμως, που το πράγμα ξεπερνά κάθε φαντασία και κάθε όριο ανοχής στο εξοργιστικό, το εξωφρενικό και – σε τελική ανάλυση- το ανήθικο, είναι η επιστράτευση της στατιστικής των θανάτων, ως «τεκμηρίου» της δήθεν… επιτυχούς αντιμετώπισης της πανδημίας εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης. Κι αυτό, πότε; Όταν φθάνουν στα επίπεδα των 100 (λίγο πάνω – λίγο κάτω) οι ημερήσιοι θάνατοι από Covid 19 κι ενώ παραμένει εκτός πλαισίου αναφοράς στη δημόσια σφαίρα ένα πολύ βαρύ ερώτημα: Από τις απώλειες ζωών, τις οποίες προκάλεσαν άλλα νοσήματα (ναι, αυτές που δεν «λογαριάζονται»), πόσες άραγε θα είχαν αποφευχθεί, εάν το σύστημα υγείας δεν είχε αφεθεί αβοήθητο, με αποτέλεσμα να αδυνατεί, επί πανδημίας, να δώσει τη μάχη σε όλα τα μέτωπα;

Απτόητος από τις εικόνες απόγνωσης στα νοσοκομεία, όπου οι εξουθενωμένοι υγειονομικοί αγωνίζονται για να σώσουν ζωές, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν απερίγραπτες καταστάσεις, ο Άδωνις Γεωργιάδης εκστόμισε το περιβόητο «είμαστε 12 φορές καλύτερα από το Βέλγιο» (την ημέρα εκείνη, στο δείκτη «θάνατο ανά εκατομμύριο πληθυσμού», η διαφορά ήταν 10,6 κι όχι 12, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει). Κι αράδιασε – για να κάνει συγκρίσεις- μερικές ακόμη χώρες, εκ των οποίων οι περισσότερες είχαν βρεθεί στη δίνη του κυκλώνα από το πρώτο «κύμα» της πανδημίας, για λόγους που έχουν εν πολλοίς επισημανθεί: Περισσότερο διεθνοποιημένες «λειτουργίες», κοσμοπολίτικα κέντρα, μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, όπου συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, κλπ.

Αλλά ακόμη και αν παρακάμψεις προσωρινά το ερώτημα «ποια εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα πασχίζουν να ξορκίσουν αυτές οι επιλεκτικές συγκρίσεις;», είναι αδύνατον να μην κάνεις δύο βασικές επισημάνσεις. Με βάση τη στατιστική εικόνα των θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού, όπως αυτή διαμορφωνόταν την ημέρα που γράφονταν αυτές οι σειρές (Τετάρτη, 25 Νοεμβρίου 2020). Με τον ελληνικό δείκτη στους 183, πλέον, θανάτους ανά ένα εκατ. πληθυσμού.

Πρώτη επισήμανση: Το «είμαστε καλύτερα από το Βέλγιο» είναι τόσο ανόητο, όσο «κούφια» θα ηχούσε και η αυταρέσκεια υπουργών άλλων χωρών, εάν επέλεγαν να κάνουν συγκρίσεις με τα της Ελλάδας. Από τη Σλοβακία ως τις Βαλτικές χώρες, από τη Σκανδιναβία ως τη Λευκορωσία και από την Ισλανδία ως την Κύπρο, αφθονούν τα κράτη, των οποίων ο συγκεκριμένος δείκτης είναι σχετικά «καλύτερος» έως πολύ «καλύτερος» από τον αντίστοιχο ελληνικό (χωρίς να πάμε σε άλλες, μακρινές ζώνες του πλανήτη). Τι σημαίνει, λοιπόν, αυτό; Αν αύριο ασκηθεί κριτική για κυβερνητικούς χειρισμούς -επί μέρους ή κεντρικούς- στο «μέτωπο» της πανδημίας, σε κάποια άλλη χώρα, πιστεύει κανείς ότι θα έπαιρναν στα σοβαρά τον υπουργό που θα απαντούσε «ναι, αλλά εμείς στη Νορβηγία είμαστε 3 φορές καλύτερα από την Ελλάδα», «στην Κύπρο τα πάμε 4,5 φορές καλύτερα από την Ελλάδα», κλπ, κλπ;

Δεύτερη και σημαντικότερη επισήμανση: Οι στατιστικές κουτοπονηριές, που θα ήταν κατά βάση κωμικές εάν δεν καλούνταν να εξωραΐσουν τραγωδίες, αγνοούν μια κρισιμότατη παράμετρο: Με όσα έκανε και όσα δεν έκανε η κυβέρνηση στους μήνες που μεσολάβησαν από το πρώτο «κύμα» της πανδημίας, η ελληνική κοινωνία, αθωράκιστη παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών, βιώνει ΤΩΡΑ τη ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης. Αυτό το σημαντικό ΤΩΡΑ είναι που πασχίζει να καταχωνιάσει η στρουθοκαμηλική χρήση της στατιστικής, επιμένοντας να μην εστιάζει στους ρυθμούς επαύξησης διασωληνωμένων και θανάτων.

Να το πούμε διαφορετικά: Θα υποβληθούν στον κόπο οι «λάτρεις» της στατιστικής να κάνουν πληθυσμιακές αναγωγές, όταν στην Ελλάδα καταγράφονται 108 θάνατοι από Covid 19 σε ένα 24ωρο, στο ίδιο κατά το οποίο στη Γαλλία «έφυγαν» 276 και στο Ηνωμένο Βασίλειο 341 άνθρωποι; Θα το κάνουν, μήπως, στην ημέρα κατά την οποία εδώ χάθηκαν 87 και στη Γαλλία 380 ψυχές; Βλέπουν, εν ολίγοις, λόγους να πανηγυρίζουν, όταν οι απώλειες στην Ελλάδα είναι από 2,5 έως 4,5 φορές μικρότερες εκείνων που καταγράφονται σε χώρες, με πληθυσμούς εξαπλάσιους (και βάλε) – και μάλιστα χώρες, οι οποίες την περασμένη άνοιξη ήταν δακτυλοδεικτούμενες για το «σάρωμα» που είχαν υποστεί από το 1ο χτύπημα της πανδημίας;

Θα συνεχίσουν να ψάχνουν «Βέλγια» για να κρύψουν τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της «μακαριότητας», στην οποία «κολύμπησαν» ύστερα από τον 1ο γύρο της μάχης με την πανδημία; Μα ακόμη κι αν το κάνουν, ας δουν ότι το «12 φορές καλύτερα από το Βέλγιο» (στην πραγματικότητα 10,6), ως προς το «δείκτη» θανάτων ανά ένα εκατ. κατοίκων, πρόλαβε να μειωθεί στις 7,5 φορές, μέσα σε τρεις ημέρες. Κάτι θα έπρεπε να τους «λέει» αυτό…

Τι άλλο «στατιστικό» θα δει, όποιος δεν εθελοτυφλεί μπροστά στα τωρινά; Θα διαπιστώσει πως, μολονότι μέχρι προ λίγων ημερών ορισμένα κυβερνητικά στελέχη καμάρωναν, επικαλούμενα το γεγονός ότι όλες οι άλλες βαλκανικές χώρες εμφάνιζαν βαρύτερο δείκτη «θάνατοι ανά ένα εκατ. κατοίκους», η Ελλάδα πλέον βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα από τη Σερβία (151 θάνατοι ανά 1 εκατ.), αλλά και από την Τουρκία (152 θάνατοι), που το πρώτο «χτύπημα» του Covid 19 την είχε πλήξει σοβαρότερα. Εάν δε στρέψει κανείς τα μάτια του προς τα βορειοδυτικά , θα δει πχ τη Γερμανία να παρουσιάζει πλέον τον ίδιο, σχεδόν, δείκτη με τον ελληνικό (182), αν και στην πρώτη «επέλαση» του Covid η κατάσταση, εκεί, ήταν αισθητά βαρύτερη της ημέτερης. Όχι, βεβαίως, στα δραματικά επίπεδα της Β. Ιταλίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ισπανίας, κλπ, αλλά πάντως εμφανώς βαρύτερη, από την Ελλάδα.

«Μα στη Γερμανία έχουν την καλύτερη, στην Ευρώπη, αναλογία ΜΕΘ – κατοίκων», θα πει κάποιος. Πολύ σωστά. Και το ευτύχημα για τους Γερμανούς είναι πως δεν έχουν «αφομοιώσει» το δόγμα Γεραπετρίτη, για τις… βλαβερές συνέπειες των ΜΕΘ, που λειτουργούν πραγματικά κι όχι σε χαρτιά και σε αλλοπρόσαλλες κυβερνητικές ανακοινώσεις…

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δίνει την εντύπωση ότι δεν μπορεί να πάει πιο χαμηλά, σε αυτήν την εναλλαγή λεκτικού παραλογισμού και στατιστικού «ετεροχρονισμού». Αλλά με τόσες επιδόσεις που έχει, ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν υπάρχει και… πιο κάτω «πάτος». 

 kommon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου