της Κατέ Καζάντη
Στην (μη) πραγματικότητα της τηλοψίας, εκεί όπου ακόμα προτεινόμενο μοντέλο διαβίωσης είναι ο αλαφρύς βίος της τρυφής ενώ ο φετιχισμός του εμπορεύματος δεν είναι παρά μια δυο ακατάληπτες λέξεις, η 8η Μαρτίου είναι η μέρα, ή μάλλον η νύχτα, για ένα «γκλάμουρ λέιντις νάιτ».
Η καλλίπυγος παρουσιάστρια, υπόδειγμα γυναικείου στερεότυπου, αφού έχει δεχτεί, ακκιζόμενη, πλείστα όσα, μάλλον προσβλητικά (τύπου, «δικαιώματα αποκτήσατε, πολιτικό μυαλό δεν αποκτήσατε») σχόλια, περιγράφει καταλεπτώς πώς μπορεί η σύγχρονη γυναίκα, «γκέρλι και έλεγκαντ», να γιορτάσει (τι, άραγε;) στις 8 του Μάρτη. Στο τέλος, ενημερώνει τους τηλεθεατές πως η «γιορτή της γυναίκας» ξεκίνησε το 1857, παραλείποντας, φυσικά, να επεκταθεί στο τι όντως συνέβη. Έτι δε πλείω, να μιλήσει για την πρωτοπόρο μορφή του γυναικείου κινήματος, στην οποία οφείλεται η καθιέρωση της ημέρας.
Η ημέρα μνήμης, λοιπόν, της μεγάλης απεργίας, στις 8 του Μάρτη του 1857, στη Νέα Υόρκη, όπου οι διαδηλώσεις των γυναικών εργατριών στα υφαντουργεία -ζητώντας εξίσωση μισθών με τους άντρες εργάτες, ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς και μείωση ωραρίου- πνίγηκαν στο αίμα, ορίστηκε, το 1910, στην Κοπεγχάγη, στη Β΄ Διεθνή Διάσκεψη των σοσιαλιστριών γυναικών, έπειτα από πρόταση της Κλάρα Τσέτκιν, ως Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας.
«Χωρίς τις γυναίκες δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικό κίνημα των μαζών»: η αποστροφή του Λένιν, που η Τσέτκιν κατέγραψε στις «Συνομιλίες με τον Λένιν για το γυναικείο ζήτημα», παραμένει υπόθεση σημερινή. Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας περνά μέσα από την εκρίζωση κάθε κυριαρχικής αντίληψης του ανδρός – εξουσιαστή, ενώ ο φεμινισμός δεν είναι παρά η εναντίωση σε κάθε λογής τυραννία: από την έμφυλη έως εκείνη που ασκεί το αφεντικό στη/ον εργαζόμενη/ο. Κι επειδή τούτο εκλαμβάνεται ως πολιτικό καθήκον, είναι προφανές πως το φεμινιστικό κίνημα δεν αφορά το σύνολο των γυναικών: από την παρουσιάστρια «εγώ και οι φίλες μου» Τσιμτσιλή, μέχρι την πολιτικό «εγώ τον άντρα μου τον έχω πασά» -κεντρικός τίτλος σε πρόσφατη συνέντευξη- Ντόρα Μπακογιάννη, ένα βαθύτατα αντιδραστικό μοντέλο συνεχίζει να πλασάρεται από τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της συνείδησης. Το συστημικό πατροπαράδοτο επιχειρεί ακόμα να ελέγξει τους μηχανισμούς αντίδρασης, ώστε η ατομική, ιδιωτική δυσαρέσκεια των γυναικών να μην μετατρέπεται ποτέ σε συλλογική αγανάκτηση, να μην γίνεται δύναμη ανατροπής. Και τα καταφέρνει, εν πολλοίς.
Η μεν συντεταγμένη κοινωνία ξεπλένει τις ενοχές της, επιδεικνύοντας υποκριτικό σεβασμό σε ό,τι καταπιέζει: μετανάστες, πολιτικοί πρόσφυγες, ζώα και γυναικόπαιδα τιμώνται ανά διαστήματα με ημερίδες, εκδηλώσεις και δεκάρικους από πάσης φύσεως τιμητές, των οποίων ο καθ’ ημέρα βίος εμπεριέχει συνήθειες σε πνεύμα όλως διαφορετικό από τις δημόσιες φωνασκίες. Το δε κοινωνικό στερεότυπο, χωρίς ταξικό πρόσημο, διαμορφώνει ρόλους από τα πιο ψηλά έως τα χαμηλότατα. Ο ρατσισμός ενυπάρχει, σε έχουσες και μη έχουσες, αδιακρίτως. Ενίοτε, στρέφεται κυρίως εναντίον εκείνων που με ελαφρότητα απαξιώνουν κάθε πολιτική –κινηματική δράση.
Μεταξύ Τσέτκιν και Μπακογιάννη-Τσιμτσιλή, χάσμα μέγα εστήρικται.
antinews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου