Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

«Λίθοι πλίνθοι κέραμοι ατάκτως ερριμμένα, οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις στην Παιδεία»

του Απόστολου Πάνα

Με αφορμή το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας «Αναβάθμιση του σχολείου και άλλες διατάξεις», άνοιξε για ακόμα μια φορά ένας διάλογος για την Παιδεία και το εκπαιδευτικό σύστημα, παρόλο που μάλλον αυτή δεν ήταν η βαθύτερη πρόθεση της Κυβέρνησης.

Η Εκπαίδευση αποτελεί τον θεσμό-εργαλείο της Πολιτείας προκειμένου να δημιουργήσει πολίτες υπεύθυνους και ελεύθερους, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, αλλά και πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά ενεργούς και παραγωγικούς. Ιδιαίτερα σήμερα, όπου η ανθρωπότητα έχει πλήρως εισέλθει στην οικονομία και την κοινωνία της γνώσης, η Εκπαίδευση αποτελεί τον σημαντικότερο παραγωγικό συντελεστή. Παράλληλα, σε έναν κόσμο που γίνεται διαρκώς πιο πολύπλοκος και ευμετάβλητος, η ικανότητα κατανόησης και παρέμβασης των πολιτών μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με επαρκή και κατάλληλη Εκπαίδευση.

Εμείς στο Κίνημα Αλλαγής πάντα επιδιώκαμε την κατάκτηση της κοινωνίας της γνώσης μέσα από ένα ποιοτικό εκπαιδευτικό σύστημα, με αδιαμφισβήτητο πρόταγμα τη δωρεάν δημόσια Παιδεία.

Τα ζητήματα, τα προβλήματα και κυρίως ο στρατηγικός και λειτουργικός σχεδιασμός της εκπαίδευσης απαιτούν διάλογο, συνθέσεις και ευρύτερες συναινέσεις . Αυτό που πρέπει να αναζητούμε κάθε φορά, που ανοίγει ένας νέος κύκλος συζήτησης για την παιδεία, είναι συγκλίσεις, ασφαλώς μη χαϊδεύοντας αυτιά και μη δείχνοντας ανοχή στις συντεχνίες και στις εξυπηρετήσεις συμφερόντων, με τη διάθεση όμως για συμπόρευση των πολιτικών δυνάμεων με στόχο την ενίσχυση της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης και τη στήριξη του εκπαιδευτικού σε όλες τις βαθμίδες.

Η παιδεία άλλωστε δε μπορεί να αποτελεί υποχείριο στενών κομματικών φιλοδοξιών και ιδιοτελειών, γιατί τότε θα μιλάμε για μια κοινωνία σε βαθιά ιδεολογική κρίση, που θα θέτει υπό αμφισβήτηση ανθρώπινα δικαιώματα, που θεωρούνται κεκτημένα και θα διαγράφει πορεία σε αχαρτογράφητα νερά.

Όλα λoιπόν ξεκινούν από το ερώτημα ποιο είναι το εκπαιδευτικό σύστημα που θέλουμε.

Το εκπαιδευτικό σύστημα που θέλουμε είναι αυτό που με επίκεντρο τον μαθητή και μετέπειτα τον φοιτητή, παρέχει τα κατάλληλα εργαλεία για να ικανοποιήσει τις γνωστικές αναζητήσεις του και τις κοινωνικές του προσδοκίες. Είναι δεδομένο ότι μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία, πρέπει να επιδιώκουμε την ποιοτική βελτίωση των σπουδών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και τη σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας. Η σύνδεση αυτή άλλωστε μπορεί να αποτελέσει τη διέξοδο στην ανεργία, καθιστώντας την εκπαίδευση το αντίδοτο στην κρίση.

Το εκπαιδευτικό σύστημα που θέλουμε οφείλει να είναι λειτουργικό, καινοτόμο, να ενσωματώνει τις ψηφιακές τεχνολογίες και τις νέες μεθόδους με τρόπο όμως όχι απρόσωπο και εκβιαστικό, όπως συνέβη πρόσφατα με την εφαρμογή της τηλεκατάρτισης στα σχολεία.

Η δε στήριξη του εκπαιδευτικού με επιμόρφωση, εκπαιδευτικά εργαλεία και εποπτικό εξοπλισμό είναι το ελάχιστο χρέος της Πολιτείας απέναντι σε αυτό τον κλάδο που επιτελεί λειτούργημα. Απαιτείται γενναία χρηματοδότηση και κονδύλια για τη λειτουργία των σχολείων και των Πανεπιστημίων με στόχο την οικονομική τους αυτονομία.

Αν κάνουμε περαιτέρω μια ανασκόπηση των πολιτικών, που ακολουθήθηκαν τα τελευταία χρόνια στον χώρο της εκπαίδευσης, είναι γεγονός ότι οι επιλογές της προηγούμενης κυβέρνησης στο χώρο της Παιδείας, δημιούργησαν προβλήματα σε όλες τις βαθμίδες.

Ο επανασχεδιασμός του Χάρτη της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και της Διοίκησης των Πανεπιστημίων, οι αλλαγές στις πανελλαδικές εξετάσεις και του τρόπου πρόσβασης στα Πανεπιστήμια, οι αλλαγές στις δομές της διοίκησης και εποπτείας της εκπαίδευσης με την κατάργηση του Σχολικού Συμβούλου και την εκλογή των στελεχών αντί της επιλογής, το σύστημα διορισμών και η υποβάθμιση των ενιαίων αναλυτικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων έφεραν μια νέα τάξη πραγμάτων, η οποία υπηρετούσε εμμονές και ιδεοληψίες αντί καινοτομίες και προοδευτισμό.

Τώρα, αντί λοιπόν να ανοίξει μια νέα σελίδα στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας με ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, που θα προέκυπταν από εκτενή διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς της Εκπαίδευσης, φέρνει ένα νομοσχέδιο καθαρά αποσπασματικό, έξω από έναν κεντρικό σχεδιασμό.

Ειδικότερα, ως προς τις ρυθμίσεις που έχουν γίνει αντικείμενο έντονης κριτικής: η εισαγωγή της αγγλικής γλώσσας στο νηπιαγωγείο δε γίνεται με τρόπο παιδαγωγικά ώριμο, η αλλαγή στο ωρολόγιο πρόγραμμα των δημοτικών σχολείων δεν ενισχύει την καινοτομία και την πολύπλευρη μόρφωση, ο, δε θεσμός «Συμβούλου Σχολικής Ζωής» που εισάγεται, δεν απαντά στο φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας διότι τα ζητήματα αυτά απαιτούν τη συγκρότηση ομάδων με την υποστήριξη κοινωνιολόγων, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών. Δε μπορούν, δηλαδή, να δημιουργούνται εκπαιδευτικοί δύο ταχυτήτων, αυτοί που τους ‘’εμπιστευόμαστε’’ και αυτοί που δεν τους ‘’εμπιστευόμαστε’’.

Αλλάζει επίσης το σύστημα εκπαίδευσης στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, το οποίο ναι μεν όφειλε να αναβαθμιστεί, να γίνει περισσότερο ελκυστικό, αυτός ο σκοπός όμως διόλου επιτυγχάνεται με την αποτύπωση της διαγωγής που είναι αναχρονιστικό και βαθιά συντηρητικό μέτρο, ούτε με την επαναφορά στη λυκειακή εκπαίδευση του εθνικού απολυτηρίου και της Τράπεζας θεμάτων, ρυθμίσεις που δεν βλέπουν σφαιρικά και συνολικά τα προβλήματα σε αυτή την βαθμίδα, υπό το πρίσμα της ομαλότερης εισόδου στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Αναφορικά δε με τα ζητήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στεκόμαστε ιδίως στο θέμα των μεταγραφών, που πρέπει αδιαμφισβήτητα να έχουν αυξημένο το χαρακτήρα της κοινωνικής ευαισθητοποίησης.

Εν κατακλείδι, δεν έχουμε εξέλιξη και υποστήριξη στην ψηφιακή τάξη, στη σχολική στέγη. Δεν έχουμε νέους διορισμούς εκπαιδευτικών, ώστε να καλύψουμε τα κενά θέσεων, που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα με την παράλληλη δημιουργία και μαθησιακών κενών.

Οδηγούμαστε δηλαδή σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα, που για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες του, αυξάνει την αναλογία των μαθητών ανά δάσκαλο που αυτόματα προκαλεί μείωση του αριθμού των οργανικών θέσεων, μείωση του αριθμού των αναπληρωτών.

Κανένας λόγος για τη γενίκευση του ολοήμερου, κανένας λόγος για την επέκταση του θεσμού της υποχρεωτικής δίχρονης προσχολικής αγωγής και όσο δε μιλάμε για τους θεσμούς αυτούς, η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση υποβαθμίζεται ακόμα περισσότερο. Κανένας λόγος ακόμη για την ειδική αγωγή, για την αγωγή για μετανάστες και πρόσφυγες, που πλέον αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής πραγματικότητας, για τα παιδιά σε όλες τις γωνιές στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα σε περιοχές της Χαλκιδικής, που δεν ξέρουν τι σημαίνει Πρότυπο ή Πειραματικό σχολείο γιατί δε μπορούν να έχουν πρόσβαση ούτε στο δημόσιο σχολείο και αν ακόμα έχουν τότε δεν διδάσκονται όλα τα μαθήματα διότι δεν έχουν εκπαιδευτικό προσωπικό.

Και αφού μιλάμε για κοινωνικά και πληθυσμιακά κριτήρια υπό το φάσμα των οποίων πρέπει να βλέπουμε κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, γιατί απουσιάζουν ευνοϊκές προβλέψεις για τα παιδιά των τρίτεκνων και πολύτεκνων οικογενειών; Αν η Πολιτεία δε δώσει κίνητρα στους γονείς των παιδιών αυτών για να μπορέσουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, τότε δε μπορούμε να μιλάμε για αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.

Πέραν αυτής της παραμέτρου, είναι πολύ σημαντικό όμως ένα νομοσχέδιο για την Παιδεία να έρχεται σε μια τέτοια χρονική συγκυρία χωρίς να δίνει τον απαραίτητο πολιτικό και ουσιαστικό χρόνο για να ακουστούν όλες οι απόψεις, για να κατατεθούν προτάσεις, για να υπάρξει η δέουσα ζύμωση και ο συγκερασμός των διαφωνιών.

Γιατί ο διάλογος για το έτερο υπέρτατο αγαθό –το ένα είναι η Υγεία- την Παιδεία, δε μπορεί να γίνεται αλά καρτ, με τύπου fast track διαδικασίες και δεν είναι πολυτέλεια ούτε ιδιοκτησία κανενός κόμματος και καμιάς Κυβέρνησης.

Δυστυχώς λοιπόν η φράση «λίθοι πλίνθοι κέραμοι ατάκτως ερριμμένα» με την οποία η κυρία Υπουργός χαρακτήριζε από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης την πολιτική στην Παιδεία του πρώην κυβερνώντος κόμματος και νυν αξιωματικώς αντιπολιτευόμενου, είναι και τώρα για ακόμα μια φορά δυστυχώς άκρως επίκαιρη.

κουτι πανδωρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου