Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Οι «ξυπόλητοι γιατροί» της κυρίας Κεραμέως


του Σπύρου Γεωργάτου
Δεν πρόλαβε να ψηφιστεί το πολυνομοσχέδιο Κεραμέως και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης βάζει πλώρη για ξενόγλωσσο προπτυχιακό πρόγραμμα. Όχι οποιοδήποτε πρόγραμμα, αλλά πρόγραμμα στην Ιατρική. Σύμφωνα με τον Αστέριο Καραγιάννη, πρόεδρο της Ιατρικής εκεί, πρόκειται για «ένα πλήρες πρόγραμμα σπουδών για όλα τα έτη, όπως ακριβώς είναι και το σημερινό, το οποίο διδάσκεται στην ελληνική γλώσσα, με τη διαφορά ότι αυτό θα διδάσκεται στην αγγλική». Εννοείται με δίδακτρα, που θα κυμαίνονται από 15 έως 17 χιλιάδες ευρώ τον χρόνο -για να είναι ανταγωνιστικό με το ανάλογο πρόγραμμα που προσφέρει το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το οποίο ζητάει 20 χιλιάδες ευρώ.
Από πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στον τύπο, για το ξενόγλωσσο  πρόγραμμα έχουν δείξει ενδιαφέρον Αμερικανοί, Ινδοί και οι γνωστοί μας πλέον … Κινέζοι, που εκτός από την Ιστορία και την Αρχαιολογία ενδιαφέρονται απ’ ό,τι φαίνεται και για άλλες «αρχαίες» Επιστήμες -όπως η Ιατρική. Αλλά το αγγλόφωνο πρόγραμμα δεν πρόκειται να περιοριστεί στα τετριμμένα. Όπως εξηγεί ο αντιπρύτανης του Αριστοτελείου Ανδρέας Γιαννακουδάκης, «… πρέπει να γίνουν άμεσα προγράμματα για Έλληνες φοιτητές. Σκεφτείτε ένα πρόγραμμα που θα αφορούσε και Έλληνες φοιτητές, με πολλές υποτροφίες και υψηλότατο επίπεδο στις υποδομές και τα μαθήματα».
Ο κ. Γιαννακουδάκης είναι γνωστός για τις ρηξικέλευθες ιδέες του. Τον περασμένο Μάρτιο προκάλεσε σάλο, ισχυριζόμενος ότι ο κορονοϊός είναι κατασκευασμένος και ότι υπάρχει ήδη εμβόλιο.  Αλλά προφανώς το πάθημα δεν έγινε μάθημα. Τώρα μας λέει ευθέως ότι η προοπτική του προγράμματος δεν είναι να προσελκύσει μόνο αλλοδαπούς, αλλά και Έλληνες φοιτητές. Υπάρχει βέβαια ένα κώλυμα: το άρθρο 16 του Συντάγματος. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να τον αποθαρρύνει. Η Νέα Δημοκρατία και το πάντα πρόθυμο ΚΙΝ.ΑΛ. θα αναθεωρήσουν το άρθρο 16 με την πρώτη ευκαιρία. Το πρόβλημα είναι τί θα κάνουν εκεί στη Θεσσαλονίκη με τους «ξυπόλητους γιατρούς». 

Δεν αστειεύομαι. Θα εξηγήσω τί εννοώ με μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Μετά τη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ο Πρόεδρος Μάο Τσε Τούνγκ,  μεθυσμένος απ’ τη δόξα του, άρχισε να διατυπώνει «σκέψεις» επί παντός του επιστητού.  Ο «Μεγάλος Τιμονιέρης» απεφάνθη λοιπόν το 1968 ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης να μετακινήσει γιατρούς στην κινεζική επαρχία -στην οποία κατοικούσε ο μεγάλος όγκος του πληθυσμού- ήταν απ’ την αρχή καταδικασμένη. Για να επιλύσει το πρόβλημα, πρότεινε τότε μια τολμηρή λύση: να εκπαιδευτούν αγρότες από όλη την επικράτεια για 3-6 μήνες στα νοσοκομεία και να σταλούν μετά πίσω στα χωριά τους ως επαγγελματίες υγείας. Περίπου 500 χιλιάδες άνθρωποι που δεν ήξεραν τι σημαίνει θερμόμετρο πέρασαν μια «βασική εκπαίδευση» (όπως στον στρατό) και διακτινίστηκαν στην επαρχία. Αυτοί οι υπάλληλοι, που έγιναν γνωστοί ως «ξυπόλυτοι γιατροί», έβλεπαν αρρώστους για περίπου μισή ώρα την ημέρα και κατόπιν επέστρεφαν στις αγροτικές εργασίες τους. Το «πείραμα» του Μάο έμεινε στην Ιστορία ως η πιο θρασεία παραβίαση κάθε κανόνα επιστημονικής δεοντολογίας και ιατρικής πρακτικής.
Προφανώς, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης δεν έχει την πρόθεση να εκπαιδεύσει «ξυπόλητους γιατρούς».  Η ρητορική των υπευθύνων για το ξενόγλωσσο πρόγραμμα υπαινίσσεται μάλιστα το αντίθετο. Αλλά ας δούμε λίγο τα λογιστικά. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, στο νέο πρόγραμμα προβλέπεται να εισαχθούν 50-70 αλλοδαποί φοιτητές κάθε έτος, που μεταφράζεται σε πάνω από 300 φοιτητές συνολικά για τα 6 χρόνια σπουδών. Τουλάχιστον στα τρία πρώτα έτη, οι εκπαιδευόμενοι θα είναι «μη αναμείξιμοι» με τους Έλληνες φοιτητές γιατί θα διδάσκονται -και θα επικοινωνούν- σε ξένη γλώσσα.
Υπάρχουν οι δυνατότητες; Στη Θεσσαλονίκη σημειώνονται ήδη αντιδράσεις.  Οι φοιτητές επισημαίνουν τις ελλείψεις διδακτικού και διοικητικού προσωπικού (μείωση που κατά τη δική τους εκτίμηση αγγίζει το 75%). Οι συνάδελφοι στο Αριστοτέλειο  έχουν όμως κάνει -φαντάζομαι- τον λογαριασμό. Μια συντηρητική δική μου εκτίμηση είναι ότι το νέο πρόγραμμα θα χρειαστεί όχι λιγότερα από 80 μέλη προσωπικού, διαφόρων ειδικοτήτων. Πιθανότατα συζητάμε για συμβασιούχους, που θα πληρώνονται από τα δίδακτρα, ειδικευόμενους γιατρούς που θα συμβάλουν στην εκπαίδευση των φοιτητών για να εγγράψουν διδακτική εμπειρία και διάφορους συνεργάτες από Τμήματα εκτός Ιατρικής, που θα εισπράττουν κάποιο επιμίσθιο. Κάνω αυτή την υπόθεση γιατί δεν μπορώ να διανοηθώ ότι η πλειοψηφία των καθηγητών της Ιατρικής θα βάλει στην άκρη τις εκπαιδευτικές, ερευνητικές και κλινικές της υποχρεώσεις για να ασχοληθεί η ίδια με την εκπαίδευση των αλλοδαπών φοιτητών.
Αυτή η αντιμετώπιση μπορεί να λύνει ένα πρόβλημα, αλλά δημιουργεί δύο: ένα ηθικό και ένα καθαρά ακαδημαϊκό. Πρώτον, εάν το Αριστοτέλειο έχει τα μέσα και μπορεί πράγματι να εκπαιδεύσει 50-70 επιπλέον φοιτητές Ιατρικής κάθε χρόνο, γιατί δεν παίρνει τώρα περισσότερους με τις πανελλαδικές; Μέχρι πρότινος, οι Ιατρικές Σχολές διαμαρτύρονταν για τον μεγάλο αριθμό εισακτέων και ζητούσαν από το Υπουργείο Παιδείας να έχουν λόγο σ’ αυτό το ζήτημα. Τώρα ξαφνικά δεν ισχύει αυτό; Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι το νέο πρόγραμμα θα στελεχωθεί σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν από προσωπικό που θα έχει κατά τεκμήριο λιγότερη εμπειρία. Η αναπλήρωση μέσω συμβασιούχων αποτελεί μια προσωρινή, εμβαλωματική λύση, που επιλέγεται όταν ένα πανεπιστημιακό Τμήμα χάνει προσωπικό λόγω συνταξιοδοτήσεων και το Υπουργείο Παιδείας κωφεύει. Αλλά  στην προκειμένη περίπτωση …
Κάτι ανάλογο με το παραπάνω ισχύει και για τις υποδομές. Το Αριστοτέλειο είναι βέβαια το μεγαλύτερο ΑΕΙ της χώρας και διαθέτει πλήθος κλινικών και εργαστηρίων. Όμως, όπως και να έχει το ζήτημα,  η χρήση αυτών των υποδομών για τις ανάγκες του ξενόγλωσσου προγράμματος θα μειώσει την προσβασιμότητα για τους κανονικούς φοιτητές. Πόσοι εκπαιδευόμενοι χωράνε πια σε έναν θάλαμο νοσηλείας ή σ’ ένα εργαστήριο; Και πόσες ομάδες φοιτητών μπορούν να εκπαιδευτούν μέσα στις 24 ώρες που έχει η μέρα; Μπορεί το Ίδρυμα να αναπτύξει καινούργιες υποδομές; Έχει κοιτάξει κανείς τι χρειάστηκε για τη δημιουργία, π.χ., ενός ιδιωτικού θεραπευτηρίου στην Αθήνα; Δημοσιευμένα  στοιχεία δείχνουν ότι μιλάμε για εξοπλισμό και μηχανήματα που ξεπερνούν τα 300 εκατομμύρια, κτιριακές εγκαταστάσεις πάνω από 10 εκατομμύρια, συν τα λειτουργικά έξοδα (φως, νερό τηλέφωνο, μεταφορικά μέσα, θέρμανση, κλπ), που ανέρχονται σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο.
Οι πολυμήχανοι μπορεί να αντιτείνουν ότι υπάρχει και η λύση των συνεργαζόμενων ιδιωτικών κλινικών ή εργαστηρίων. Σύμφωνοι. Αλλά ποιες είναι οι εγγυήσεις ότι η εκπαίδευση κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες θα είναι επαρκής και πανεπιστημιακού επιπέδου; Εκ των πραγμάτων και εξ ορισμού, μιλάμε λοιπόν για πρόγραμμα Β’ κατηγορίας. Εκτός εάν συμβεί κάτι άλλο, που μόλις αποκλείσαμε.
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Η μόνη περίπτωση να γίνει το ξενόγλωσσο πρόγραμμα Α’ κατηγορίας -μπορεί και Α+ - είναι να πέσει όλο το βάρος της ιατρικής Σχολής εκεί και να αξιοποιηθούν κατά προτεραιότητα οι υπάρχουσες υποδομές για την εκπαίδευση εκείνων που καταβάλλουν δίδακτρα. Στην περίπτωση αυτή, το ελληνόφωνο προπτυχιακό πρόγραμμα θα γίνει πάρεργο και θα υπάρξουν ακόμα περισσότερες αντιδράσεις, τόσο από τους φοιτητές όσο και από μέρος του επιστημονικού προσωπικού -ή ακόμα και το Υπουργείο. Εκτιμώ ότι το Αριστοτέλειο δεν θα ακολουθήσει τελικά αυτόν τον δρόμο.
Ας πάμε λοιπόν ξανά στο ρεαλιστικό σενάριο. Το πρόγραμμα θα δεχτεί χωρίς εξετάσεις -ίσως μ’ ένα απλό «τεστ»- φοιτητές από διάφορα μέρη του κόσμου, όπου, για διάφορους λόγους, η πρόσβαση στην Ιατρική δεν είναι εύκολη. Δεν αμφιβάλλω ότι ορισμένα απ’ αυτά τα παιδιά θα είναι ίσως καλύτερα συγκροτημένα από τους αντίστοιχους Έλληνες φοιτητές. Τί μας λέει όμως ότι η πλειοψηφία τους θα έχει επαρκή προπαιδεία; Πάμε παρακάτω. Οι φοιτητές που θα εγγράφονται στο ξενόγλωσσο πρόγραμμα, θα παρακολουθούν μετά τα μαθήματα μαθαίνοντας ταυτόχρονα ελληνικά, που θα τους επιτρέπουν να πάρουν ένα λεπτομερές ιστορικό και να επικοινωνήσουν με τους αρρώστους -αν είναι ποτέ δυνατόν. Τελικά, κουτσά-στραβά θα φεύγουν μ’ ένα κολάζ γνώσεων κι ένα χαρτί στο χέρι. Τί σόϊ γιατροί θα είναι αυτοί το καταλαβαίνει ο καθένας.
Είμαι σίγουρος ότι ο κ. Γιαννακουδάκης και οι εφευρετικοί συνεργάτες του θα διαβεβαιώσουν το πανελλήνιο ότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί και ότι η μελέτη σκοπιμότητας που έχει κάνει το Ίδρυμα τεκμηριώνει απόλυτα το εφικτό της δημιουργίας μιας «μικρής», ξενόγλωσσης Ιατρικής, που λειτουργεί δίπλα στην κανονική. Υποσχέσεις σαν κι αυτές είναι εύκολο να δοθούν, αλλά πολύ δύσκολο να τηρηθούν υπό τις σημερινές συνθήκες. Στο ελληνικό Πανεπιστήμιο, δεν έχουμε μόνο μια γενική στενότητα σε μέσα και προσωπικό μετά τις διαδοχικές κρίσεις που περάσαμε. Έχουμε κι ένα ειδικότερο πρόβλημα με την Ιατρική, γιατί η εκπαίδευση σ’ αυτό το αντικείμενο γίνεται ολοένα και πιο απαιτητική όσο περνούν τα χρόνια.
Υποψιάζομαι και φοβάμαι ότι η πρωτοβουλία που παίρνει το Αριστοτέλειο δεν  έχει στην πραγματικότητα στόχο την υλοποίηση του εγχειρήματος «as advertised». Αυτό που επιχειρείται είναι η θεσμική κατοχύρωση, το «στήσιμο», ενός ξενόγλωσσου προγράμματος σε ένα περιζήτητο αντικείμενο, εν όψει αναθεώρησης του άρθρου 16.  Η αναθεώρηση του Συντάγματος θα έλυνε τα χέρια μιας φιλόδοξης μειοψηφίας που ενεργοποιείται εντός του Πανεπιστημίου ψάχνοντας για έσοδα κάθε τύπου, διότι τότε η «μικρή» Ιατρική θα μπορούσε να δέχεται (με δίδακτρα) και Έλληνες φοιτητές. Έτσι θα αύξανε σημαντικά τα έσοδά της και θα μπορούσε να αποκτήσει  δικό της προσωπικό και υποδομές. Μια τέτοια Ιατρική θα μπορούσε επίσης να συμβληθεί με ιδιώτες, να αυξήσει το «μετοχικό της κεφάλαιο» και να γίνει πράγματι μια Σχολή-ελίτ  -για την ελίτ που πληρώνει.
Για λόγους συστηματικότητας, οφείλω  να περιγράψω κι ένα τρίτο σενάριο, εκτός από την πιθανότητα να δημιουργηθεί  μια Ιατρική Β’ κατηγορίας ή ένα πρόγραμμα-πρότυπο  που θα  μείνει στα χαρτιά μέχρι να αναθεωρηθεί το άρθρο 16. Πρόκειται για τον συνδυασμό των δυο παραπάνω: ξεκινάει άμεσα το ξενόγλωσσο πρόγραμμα όπως-όπως και μόλις αναθεωρηθεί το Σύνταγμα βάζουμε πλώρη γι’ άλλα. Διαλέγετε και παίρνετε.
Τελειώνοντας, σημειώνω αυτό:  καταντάει πια πληκτικό να δικαιώνει η κα Κεραμέως τόσο γρήγορα και τόσο απόλυτα όσους την εγκαλούν για τις ασύγγνωστες επιλογές της. Οι γηραιότεροι θεωρήσαμε ότι λόγω της ηλικίας της και των καλών της σπουδών θα ήταν ενδιαφέρον «game». Αλλά σιγά - σιγά χάνουμε το ενδιαφέρον μας και σε λίγο δεν θα ασχολούμαστε καν. Τί νόημα έχουν σε τέτοιες περιπτώσεις η επίκληση της λογικής και τα επιχειρήματα, όταν ξεκάθαρα επικρατούν οι νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες;
TVXS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου