του Γιάννη Μυλόπουλου
Mετά την οικονομική κρίση και την έξοδο από τα μνημόνια, η Ελλάδα βρίσκεται όμηρος καρτέλ
Τι φταίει που οι Έλληνες καταντήσαμε να είμαστε πρωταγωνιστές της ακρίβειας και της φτώχειας στην Ευρώπη και τελευταίοι στην αγοραστική δύναμη των απολαβών μας;
Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές και περιζήτητα στις διεθνείς αγορές αγροτικά προϊόντα, διαθέτει μοναδική φύση και σημαντικά αυξημένες κάθε χρόνο αφίξεις τουριστών, σε βαθμό που η πληρότητα σε ορισμένα νησιά και παραλίες το καλοκαίρι να χτυπά κόκκινο κι ακόμη, έχει προχωρήσει σημαντικά στην «πράσινη» μετάβαση, με τεράστια αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα που παράγουν ήδη σημαντικό μέρος της ενέργειας;
Η απάντηση είναι ότι μετά την οικονομική κρίση και την έξοδο από τα μνημόνια, η Ελλάδα από την παραγωγή ενέργειας, την πρωτογενή παραγωγή και τον τουρισμό, μέχρι και την υπόθεση της «πράσινης» μετάβασης, βρίσκεται όμηρος καρτέλ.
Όμηρος ενεργειακών, μεταπρατικών, τουριστικών και «πράσινων» ολιγοπωλίων, δηλαδή, τα οποία ελέγχουν κατά τρόπο ολοκληρωτικό τις αντίστοιχες αγορές, ρυθμίζοντας τις τιμές σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα.
Με αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει σημαντική παραγωγή, το κέρδος όμως να μην το καρπώνονται οι Έλληνες, αλλά λίγες μεγάλες και ευνοούμενες τα τελευταία χρόνια επιχειρήσεις που ελέγχουν, πλέον, κατά τρόπο απόλυτο την ελληνική οικονομία.
Κεντρικό στοιχείο, άλλωστε, της κυβερνητικής πολιτικής είναι η συγκέντρωση του πλούτου, των πόρων, των υποδομών και των μέσων της χώρας σε λίγα χέρια.
Με αποτέλεσμα η περίφημη «αυτορρύθμιση» των ελεύθερων αγορών, στην οποία ομνύουν οι απανταχού νεοφιλελεύθεροι, στη χώρα μας να αποτελεί μαγική εικόνα.
Διότι είναι γνωστό ακόμη και στους πρωτοετείς φοιτητές Οικονομικών Επιστημών ότι η Οικονομία, όπως βέβαια και η ίδια η ζωή, δεν αγαπούν το κενό.
Έτσι, το κενό που αφήνει το κράτος όταν αφήνει ανεξέλεγκτες και δεν ρυθμίσει τις αγορές προς όφελος των καταναλωτών, το καλύπτουν οι μεγάλοι και ισχυροί παίκτες, οι οποίοι ρυθμίζουν τις τιμές προς όφελός τους, δηλαδή αισχροκερδώντας και κερδοσκοπώντας.
Κι ακόμη χειρότερα, όταν δεν υπάρχουν κρατικοί έλεγχοι, οι ισχυροί παίκτες της αγοράς συνεννοούνται μεταξύ τους, προκειμένου τα ολιγοπώλια που εκπροσωπούν να αισχροκερδούν.
Με αποτέλεσμα να χάνουν αναφανδόν οι καταναλωτές.
Αυτός ήταν ο λόγος που η βίαιη απολιγνιτοποίηση της χώρας, εν μέσω μάλιστα ενεργειακής κρίσης, μας έριξε στα νύχια των διεθνών καρτέλ του φυσικού αερίου.
Γιατί όταν ξαφνικά από τον εγχώριο και άρα και ελεγχόμενο και γι’ αυτό και φτηνό λιγνίτη, η Ελλάδα εξαρτάται από το φυσικό αέριο που ελέγχουν τα διεθνή ολιγοπώλια της ενέργειας και μάλιστα όταν αυτό συμβαίνει εν μέσω ενεργειακής κρίσης και πολέμου στην περιοχή παραγωγής του, τότε τα διεθνή καρτέλ κάνουν πάρτι.
Και τότε η Ελλάδα γίνεται, σύμφωνα με τα επίσημα διεθνή στοιχεία, μια από τις 2 – 3 ακριβότερες χώρες της Ευρώπης στην ενέργεια.
Γεγονός που αποδεικνύει το μέγα ψέμα ότι η ακρίβεια στο ρεύμα είναι εισαγόμενη και οφείλεται σε διεθνείς συνθήκες.
Αφού αν πράγματι για την ενεργειακή ακρίβεια ευθύνονταν οι διεθνείς συνθήκες,, τότε όλες οι ευρωπαϊκές χώρες θα είχαν περίπου τις ίδιες τιμές. Και δεν θα είχε η χώρα μας συστηματικά 3 – 4 φορές ακριβότερη ενέργεια από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Σκανδιναβία.
Καθώς οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, σοφά ποιώντας για να προστατέψουν τα συμφέροντα των πολιτών τους, δεν έκλεισαν ξαφνικά όλους τους σταθμούς παραγωγής άνθρακα που διέθεταν…
Μόνον η Ελλάδα έκανε το επικερδές για τα διεθνή καρτέλ βήμα της βίαιης απανθρακοποίησης.
Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της ΕΕ, η πλήρης ουδετερότητα στον άνθρακα προγραμματίζεται στην Ευρώπη να συμβεί σταδιακά, μέσα στα επόμενα 20 – 30 χρόνια.
Στη συνέχεια, αφού ωφελήθηκαν τα διεθνή καρτέλ από την ξαφνική αύξηση της τιμής του αερίου στην Ελλάδα, έπρεπε να ωφεληθούν και τα εγχώρια. Γιατί η κυβέρνηση, είναι αλήθεια, δεν κάνει τέτοιες διακρίσεις. Υπηρετεί τα συμφέροντα των καρτέλ, ανεξαρτήτως εθνικότητας.
Για την εξυπηρέτηση τοι ολιγοπωλίου των κερδοσκόπων της εσωτερικής αγοράς τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Αρκούσε η πιστή προσήλωση στο δόγμα της «αυτορρύθμισης».
Που ήταν, στην πραγματικότητα, το κλείσιμο του ματιού στο ενεργειακό καρτέλ των 3 – 4 μεγάλων ενεργειακών επιχειρήσεων. Το οποίο τώρα, ενισχυμένο και με την κάποτε κρατική ΔΕΗ, καθόριζε στο εξής της τιμές κερδοσκοπικά, προς το απόλυτο όφελός του.
Σε πλήρη αντίθεση με τους ευρωπαίους εταίρους μας. Οι οποίοι διατήρησαν τις τιμές του ρεύματος χαμηλά, ακριβώς επειδή, εν μέσω ενεργειακής κρίσης, επανακρατικοποίησαν τις δικές τους κάποτε κρατικές ενεργειακές επιχειρήσεις. Έτσι, ώστε να ρυθμίζουν τις τιμές σύμφωνα με το όφελος του καταναλωτή και όχι όπως στην Ελλάδα έκανε η
ιδιωτική, πλέον, ΔΕΗ, σύμφωνα με το κέρδος του ολιγοπωλίου της ενέργειας.
Βοήθησε, βέβαια, την αισχροκέρδεια στη χώρα μας και η απόλυτη εξάρτηση του συνόλου των καταναλωτών από το Χρηματιστήριο Ενέργειας. Τη στιγμή που και οι ευρωπαίοι έχουν αντίστοιχο Χρηματιστήριο, από τις τιμές του οποίου, όμως, δεν εξαρτώνται όλοι οι καταναλωτές, αλλά ένα μικρό μόνο μέρος τους. Καθώς οι περισσότεροι διατήρησαν μεμονωμένα συμβόλαια, ανεξάρτητα της χρηματιστηριακής τιμής. Μια ευκαιρία που η Ελληνική κυβέρνηση άφησε ανεκμετάλλευτη, εν μέσω ενεργειακής κρίσης.
Η… καρτελοποίηση της εγχώριας ενεργειακής αγοράς είναι η δεύτερη τρανταχτή απόδειξη του ψέματος ότι, δήθεν, η ακρίβεια οφείλεται σε διεθνείς συνθήκες.
Καθώς οι χώρες που ρύθμισαν τις τιμές της ενέργειας σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον επειδή επανακρατικοποίησαν τις κάποτε δημόσιες ενεργειακές τους επιχειρήσεις, θέτοντας με τον τρόπο αυτόν πλαφόν στις ανατιμήσεις και επιτρέποντας μεμονωμένα συμβόλαια με καταναλωτές εκτός Χρηματιστηρίου, κατάφεραν και τις συγκράτησαν σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τη χώρα μας.
Η ίδια πολιτική υπέρ των ολιγοπωλίων, όμως, ακολουθείται και στον τομέα της «πράσινης» μετάβασης. Στον τομέα της παραγωγής, δηλαδή, πράσινης ενέργειας από αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα.
Όπου οι άδειες, αντί να μοιράζονται δίκαια μεταξύ ιδιωτών αφενός και αυτοδιοίκησης και παραγωγικών ομάδων αφετέρου, με σκοπό τη διασπορά των ΑΠΕ στον χώρο και τη δημιουργία αυτόνομων ενεργειακά κοινοτήτων με σεβασμό στο περιβάλλον και την ανάπτυξη των περιοχών, χαρίζονται σε ένα ολιγοπώλιο ενεργειακών επιχειρήσεων. Στις οποίες εκχωρούνται, στο πλαίσιο της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, τεράστιες εκτάσεις δημόσιας ή παραγωγικής γης.
Εδώ οι συνέπειες της καρτελοποίησης είναι ακόμη πιο σοβαρές, μια και η υπερσυγκέντρωση των αιολικών πάρκων σε συγκεγκριμένες επιχειρήσεις και σε συγκεκριμένες βουνοκορφές, όπως στην Πίνδο, στο Βέρμιο και αλλού, καταστρέφει εκτεταμένα δασικά ή καμένα από πυρκαγιές οικοσυστήματα, απαραίτητα για την αντιμετώπιση των δυο μεγάλων προβλημάτων της χώρας:
Της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και της έλλειψης φυσικών πόρων, όπως του νερού, αφενός. Και της κλιματικής αλλαγής, με την επιδείνωση των ακραίων φαινομένων της ξηρασίας, της ανομβρίας και των πλημμυρών, αφετέρου.
Αντίστοιχες αρνητικές συνέπειες έχει όμως και η υπερσυγκέντρωση φωτοβολταϊκών πάρκων σε λίγες ενεργειακές επιχειρήσεις. Οι οποίες αγοράζουν σε χαμηλές τιμές εκτεταμένες και μέχρι σήμερα παραγωγικές περιοχές της χώρας.
Με συνέπεια την αλλαγή του μικροκλίματος, την επιδείνωση των συνθηκών της κλιματικής κρίσης και εντέλει την καταστροφή σημαντικών αναπτυξιακά παραγωγικών δραστηριοτήτων του πρωτογενούς τομέα, που αποτελούν ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας.
Όπως η αμπελουργία και η οινοποιία, που απειλούνται στην περιοχή της Δράμας, η αγροτική παραγωγή και η κτηνοτροφία που απειλούνται στη Θέρμη της Θεσσαλονίκης και αλλού.
Η καρτελοποίηση της ελληνικής οικονομίας, όμως, επεκτείνεται και στον αγροτικό τομέα. Όπου τα καρτέλ που ελέγχουν τις αγορές επιβάλλουν χαμηλές τιμές αγοράς των αγροτικών προϊόντων. Με αποτέλεσμα η Ελλάδα να εξάγει τα μοναδικά στον κόσμο αγροτικά της προϊόντα, όπως φρούτα, λαχανικά κλπ, τα οποία είναι περιζήτητα στις διεθνείς αγορές, χωρίς κανένα κέρδος για τους παραγωγούς.
Η πρόσφατη διαμαρτυρία των ροδακινοπαραγωγών στην Ημαθία εναντίον των καρτέλ είναι χαρακτηριστική και αντιπροσωπευτική ενός μεγάλου αναπτυξιακού προβλήματος που τείνει να καταστρέψει την αγροτική παραγωγή.
Καθώς δεν θα εκπλαγούμε καθόλου αν σε λίγα χρόνια δούμε «εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα», να φυτρώνουν ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά.
Τέλος, η καρτελοποίηση δεν άφησε ανέγγιχτο ούτε τον τουρισμό.
Ο υπερτουρισμός που καταστρέφει το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους σε παραλίες και νησιά, με κορυφή του παγόβουνου τη λειψυδρία τα καλοκαίρια, που κινδυνεύει να καταστρέψει την τουριστική ανάπτυξη, οφείλεται στα καρτέλ των διεθνών τουριστικών πρακτόρων. Που αγοράζουν σε πολύ χαμηλές τιμές από τους εγχώριους επιχειρηματίες του τουρισμού δωμάτια, εξασφαλίζοντας αντίστοιχα διαρκή πληρότητα. Μια πληρότητα, όμως, που δεν συνοδεύεται ούτε από κέρδος για τους Έλληνες επιχειρηματίες, ούτε από καλές αμοιβές για τους εργαζόμενους στον τουρισμό.
Με αποτέλεσμα ο υπερτουρισμός να τα σπάει στην Ελλάδα, εξαντλώντας τους φυσικούς της πόρους και υποβαθμίζοντας το περιβάλλον της, με ελάχιστο όμως όφελος για τους Έλληνες.
Εκεί, όμως, που η αυτοεκπληρούμενη προφητεία της υπεροχής του ολιγοπωλιακού μοντέλου της ανάπτυξης της χώρας φτάνει στα άκρα, είναι οι δείκτες της ανάπτυξης, για τους οποίους υπερηφανεύεται η ελληνική κυβέρνηση.
Αφού σαν ανάπτυξη δεν παρουσιάζουν το όφελος στην ελληνική οικονομία, στις υποδομές, στην κοινωνία και στο κοινωνικό κράτος, καθώς και στο περιβάλλον από την αναπτυξιακή δραστηριότητα.
Αλλά, αντίθετα, παρουσιάζουν τα κέρδη των καρτέλ. Των λίγων, δηλαδή, μεγάλων επιχειρήσεων που κερδίζουν υπερκέρδη από το ξεπούλημα τη χώρας.
Τα οποία κέρδη αφαιρούνται, στην πραγματικότητα, από τις ευκαιρίες του Έλληνα πολίτη να συμμετέχει στην παραγωγική ανάπτυξη του τόπου του, καθώς και από το δικαίωμά του στη δική του προκοπή.
Πηγή: TVXS